-
1 загнуть
См. также в других словарях:
διπλώνω — δίπλωσα, διπλώθηκα, διπλωμένος 1. κάμπτω, τσακίζω: Διπλώνω τα ρούχα. 2. περιτυλίγω: Δίπλωσε τα τρόφιμα με πλαστική σακούλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσακίζω — και τσακάω τσάκισα, τσακίστηκα, τσακισμένος 1. μτβ., συντρίβω, σπάζω: Τσάκισε τα ξύλα. 2. συμπτύσσω, διπλώνω: Τσακίζω το χαρτί στα τέσσερα. 3. μτφ., εξασθενώ, εξαντλώ, καταβάλλω: Τον τσάκισαν οι στενοχώριες. 4. αμτβ., εξαντλούμαι καταβάλλομαι:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσακίζω — και τζακίζω και τσακάω Ν 1. σπάζω, θραύω, κομματιάζω («τσάκισα το βάζο») 2. διπλώνω («τσάκισε το χαρτί στα τρία») 3. (αμτβ.) (για άνεμο ή ψύχος) καταπαύω, κοπάζω 4. μτφ. α) καταπονώ, καταβάλλω, εξαντλώ («τὸν τσάκισαν τα γηρατειά») β) νικώ,… … Dictionary of Greek
διπλώνω — (AM διπλῶ, όω) [διπλούς] 1. τσακίζω κάτι σε δύο ή περισσότερα μέρη 2. διπλασιάζω νεοελλ. 1. τυλίγω, περιτυλίγω 2. πτύσσω, μαζεύω, κάμπτω αρχ. 1. επαναλαμβάνω μια πράξη 2. πολλαπλασιάζω επί δύο 3. πληρώνω τα διπλά … Dictionary of Greek
υποδιπλώ — όω, Α 1. διπλασιάζω 2. διπλώνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + διπλῶ «τσακίζω κάτι σε δύο ή περισσότερα μέρη, διπλασιάζω»] … Dictionary of Greek